συζύγους

συζύγους
σύζυγος
yoked together
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συζυγοῦς — σύν ζυγόω yoke pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλοθάριος — Όνομα τεσσάρων Φράγκων ηγεμόνων. 1. Κ. Α’ (497 – 561 μ.Χ.). Βασιλιάς των Φράγκων (511 561). Ήταν ο νεότερος γιος του Κλόβις και της Κλοτίλδης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του μοιράστηκε το φραγκικό κράτος με τους άλλους τρεις αδελφούς του.… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πολύγαμος — η, ο / πολύγαμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους 2. (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές νεοελλ. (για γυναίκα) 1. αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους 2. (για γυναίκα) παντρεμένη πολλές φορές 3. φρ. «πολύγαμο φυτό» φυτό… …   Dictionary of Greek

  • συζυγικός — ή, ό / συζυγικός, ή, όν, ΝΑ [σύζυγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»). επίρρ... συζυγικά Ν με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους …   Dictionary of Greek

  • Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… …   Dictionary of Greek

  • Τάπυροι — Μεγάλος λαός στη Μηδία, ο οποίος κατοικούσε τα Τάπουρα όρη, μεταξύ Κασπίων Πυλών και των συνόρων της Παρθυραίας. Οι αρχαίοι Έλληνες περιγράφουν περίεργα έθιμα των Τ. Εκείνοι που είχαν αποκτήσει 2 ή 3 παιδιά ήταν νόμιμο να δίνουν και σε άλλους τις …   Dictionary of Greek

  • Τίταια — Θνητή σύζυγος του Ουρανού στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Είχε 18 γιους και 7 θυγατέρες (Τιτάνες και Τιτανίδες). Μετά τον θάνατό της θεοποιήθηκε με το όνομα Γαία. Φημιζόταν για τα φιλάνθρωπα αισθήματα και τη φρόνησή της. * * * η, ΝΑ μυθ. μία από… …   Dictionary of Greek

  • Τιτανίδα — η / Τιτανίς, ίδος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. Τιτηνίς Α μυθ. καθεμιά από τις αδελφές ή τις συζύγους τών Τιτάνων («Τιτανὶς Θέμις», Αισχύλ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) α) «Τιτανὶς γῆ ἤτοι πᾱσα ἡ γῆ [ἤ] ἡ [Ἀττικὴ] ἀπὸ τῶν κατεχόντων» β) «Τιτανίδα τὴν Εὔβοιαν».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”